εμφιάλωση

εμφιάλωση
η
το γέμισμα φιαλών (μπουκαλιών) με υγρό και η σφράγισή τους, το μποτιλιάρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμφιάλωση — Η πλήρωση φιαλών (μπουκαλιών) με προκαθορισμένο υγρό για τη διοχέτευσή τους στην αγορά. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για την πλήρωση φιαλών με οινοπνευματώδη ποτά, αναψυκτικά και ηδύποτα. Παλαιότερα η διαδικασία αυτή γινόταν αποκλειστικά από… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • μποτιλιάρισμα — το [μποτιλιάρω] 1. γέμισμα φιαλών, εμφιάλωση 2. μτφ. α) αποκλεισμός πλοίου σε λιμάνι β) κυκλοφοριακή συμφόρηση …   Dictionary of Greek

  • Κάρλοβι Βάρι — (Karlovy Vary). Πόλη (121.581 κάτ. το 2002) της Τσεχίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Καρλοβάρσκι (3.315 τ. χλμ., 303.051 κάτ. το 2002). Είναι χτισμένη σε μια κοιλάδα στο σημείο της συμβολής των ποταμών Όχρε και Τέπλα. Αρχικά ονομαζόταν Βάρι (σημαίνει …   Dictionary of Greek

  • μποτιλιάρισμα — το 1. γέμισμα μπουκαλιού με υγρό, εμφιάλωση. 2. ακινητοποίηση πλοίου μέσα στο λιμάνι με φράξιμο του στομίου του ή αυτοκινήτων εξαιτίας κυκλοφοριακής συμφόρησης: Έπεσα σε μποτιλιάρισμα και άργησα στο ραντεβού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”